- διαρθρώνω
- (Α διαρθρῶ, -όω)1. συναρμολογώ, συναρθρώνω2. αρθρώνω, προφέρω φθόγγους ευκρινώς, εκφωνώ λέξεις με σωστή άρθρωση κατά συλλαβές3. μέσ. αρχίζω να διαμορφώνω σταθερό χαρακτήρα4. παθ. α) διαπλάσσομαισχηματίζομαιβ) είναι τα μέλη μου συνδεδεμένα με κινητές αρθρώσεις, είμαι αρθρωτός.
Dictionary of Greek. 2013.